Οδηγίαι προς αποφυγήν της κρίσεως
Από το νέο περιοδικό «ΚαραγκιοζοΛόγιο(ν)», που μόλις κυκλοφόρησε
Ὁ μεγάλος καλλιτέχνης τοῦ Θεάτρου Σκιῶν Ἀντώνης Μόλλας τό εἶχε προβλέψει: ὁ Καραγκιόζης ἀποφασίζει νά ἑφταχτονήσει. Τόν τρέλλανε ἡ κρίση, ὁ πόλεμος, οἱ ἀναδουλειές, οἱ ἀπανθρωπιές. Ὅμως, ὡς ἀληθινός Καραγκιόζης καταφέρνει τό ἀνάποδο, γελοιοποιώντας ἀκόμα καί τήν τάση αὐτή πρός ἑφταχτονία. Ἀποδεικνύοντας ὅτι διαχρονικά τοῦ Ρωμηοῦ ὁ τράχηλος ζυγόν (ἀκόμα καί αὐτοκτονικόν) δέν ὑποφέρει. Ἀπό τό κλασσικό ἀριστούργημα τοῦ Ἀντώνη Μόλλα «Λίγο ἀπ’ ὅλα», ἄς χαροῦμε αὐτή τήν παυσίλυπη κραγκιοζοϊστορία κατά τῆς ὑστερίας! Συμπρωταγωνιστεῖ ὁ (π)σοφολογιώτατος Χατζηαβάτης Τσελεπῆς βεβαιότατα.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ὅσο θέλεις κλέβε, κι ὅσα θέλει ὁ Θεός σοῦ δίνει. Εἶναι λοιπόν κατάσταση πραγμάτων ἕνας ὡσάν καί ἐμένα καί νά πεινάει! Πεινάω. Πεινάω, παιδί μου. Πῶς νά τό πῶ, πεινάαα-ω. Νά, μά τό Θεό, πεινάω. Ἔχω ἀπό τήν παραμονή τοῦ Λαζάρου νά φάου καί Λάζαρος πού μᾶς ἄρχεται, χρόνος. Ἀφοῦ ἔμαθα εἰς πόσα ἄθρα διαιρεῖται ἡ πείνα. Σαμέ τώρα ἔχω μάθει τά πέντε κύρια ἄθρα. Πρῶτον κύριον ἄθρον τῆς πείνας εἶναι γουργούριση τῶν ἐντέρων. Δεύτερον εἶναι ἀτρόχιση τῶν ὄδοντων. Τρίτο εἶναι ἡ ἐγκοπή τῶν ποδῶν. Τέταρτον εἶναι κομμάρα στά μάτια καί πέμπτο, ζωή στά γαϊδουρο-κατσικο-μούλαρά μου! Εἶναι ζωή λοιπόν; Γιά φαντάσου, μ’ ἕνα τέταρτο πού θά ἀποθάνω! Καί δέ μέ νοιάζει τίποτα ἄλλο, πού θά μέ πάνε στό νεκροταφεῖο καί θά μέ κοροϊδεύουν οἱ ἄλλοι πεθαμένοι. Θά μοῦ λένε. «Μωρέ, κι ἐδῶ νηστικός μας ἦρθες!» Πρέπει λοιπόν νά δώσω τέρμα εἰς τή ζωή μου, προτοῦ πεθάνω νηστικός. Νά πάρω ἕνα μπιστόλι, νά δώσω μία κουμπουριά ἐκεῖ (δείχνει) νά πᾶν τά μυαλά μου στόν ἀέρα. Ἀλλά, ἄν εἶχα μπιστόλι δέ θά τό πούλαα; Ἀλλά θά σκοτωνόμουνα πρῶτα καί κατόπιν, ἄν ἔβρισκα συμφέρον, τό ἐπούλαγα. Ἀλλά πάλι ἄσχημος θάνατος ὁ σκοτωμός. Ἀπεφάσισα νά πέσω στό πηγάδι νά πνιγῶ. Μέ τό ἕνα, δύο, τρία, μπαταμπλού μές στό πηγάδι. Ἀλλά κάνω ἔτσι κι εἶδα κι εἶχε νερό μές στό πηγάδι. μωρέ, ἄν πέσω μέσα νά πνιγῶ, θά βραχῶ καί θά πάρω καμία πούντα. Μά, γώ θέλω νά πάω ἀπό πνιγμό. Δέ θέλω νά πάω ἀπό σαρανταπλεμονία. Ἐχτός ἑαυτοῦ ἦτουν καί βαθύ, ὥστε νά πήγαινα κάτω νά πνιγῶ, θά σκοτωνόμουνα στό δρόμο. Κι ἔπειτα, ἀπαίσιος θάνατος ὁ σκοτωμός! Γιά φαντάσου νά μέ βγάνουνε ἀπό τό πηγάδι καί νά μέ στρώσουν χάμου, νά ἔρχεται ὁ κόσμος νά μέ βλέπει σκοτωμένο! Ὁ ἕνας θά λέει. «Λείπει τό ‘νά του ποδάρι. πῶς θ’ ἀνεβαίνει στίς ταράτσες νά κλέβει τή ντομάτα τόν πελντέ;» Ὁ ἄλλος θά λέει. «Ἐ! τόν καημένο! Ἐστραμπούλιξε τό μάτι του. Τώρα, πῶς θά βλέπει τίς τσέπες πού φουσκώνουν γιά ν’ ἁρπάζει τά πορτοφόλια;» Ὁ ἄλλος θά λέγει. «Μπά! ἔκοψε τά δάχτυλά του. πῶς θά κόβει τίς καδένες γιά ν’ ἁρπάζει τά ρολόγια;» Γι’ αὐτό κι αὐτός ὁ θάνατος δέ μ’ ἀρέσει. Θέλω νά πεθάνω ἀπό ἕνα γλυκύ θάνατο. Ἔτσι νά φάου καμία σαρανταριά λουκούμια καί ν’ ἀποθάνω. Ἤ νά φάου κάνα ταψί κανταΐφι, νά σκάσω, νά πάω στήν ὀργή. Ναί, θ’ ἀποθάνω ἀπό λουκουμοθάνατο. (Φεύγει) Πάω νά βρῶ λουκούμια νά φάω ν’ ἀποθάνω.
(Ἔρχεται ὁ Χατζηαβάτης τώρα κατόπιν ἀπ’ τό μπέη. Καί λέει ὁ Χατζηαβάτης καθ’ ἑαυτοῦ).
ΧΑΤΖΗΑΒΑΤΗΣ: Τώρα, ποῦ νά τοῦ εὔρω ἕναν τέτοιο ὑπερέτη, νά ξέρη ἀπ’ οὖλα; Πρέπει νά βρῶ τόν Καραγκιόζη. Αὐτός εἶναι ἔξυπνος, αὐτός εἶναι νοῦς ἀπέραντος. Αὐτός θά τά καταφέρη γιά οὔλ’ αὐτά. Ἄς χτυπήσω τήν πόρτα, νά δῶ εἶναι μέσα. (Τήν ὥρα πού φτάνει ὁ Χατζηαβάτης στήν πόρτα, τόν δέρνουνε τόν Καραγκιόζη ἀπό μέσα κ’ ἔρχεται τρεχάλα καί πέφτει ἀπάνω στό Χατζηαβάτη).
ΧΑΤΖ.: Ἄλτ! Ὤ Παναγιά μου, ἐτρελλάθηκε!
ΚΑΡ.: Μήν ταραχτῆ κανείς!
ΧΑΤΖ.: Βρέ παιδί μου, τί ἔπαθες; Ταράξου, παιδί μου.
ΚΑΡ.: Βρέ, γουρσούζη, μιά ὥρα μέ ταράζουν! Μέ κάνανε αὐγοτάραχο!
ΧΑΤΖ.: Βρέ παιδί μου, τί συμβαίνει, τί τρέχει; Γιά πές μου.
ΚΑΡ.: Ὁρίζω τόν ἕαυτό μου, εἶμαι ἐφταξούσιος του ἑαυτοῦ μου;
ΧΑΤΖ.: Εἶσαι, Καραγκιόζη.
ΚΑΡ.: Θέλω νά πεθάνω.
ΧΑΤΖ.: Πέθανε, δέ σ’ ἐμποδάει κανείς!
ΚΑΡ.: Τότε λοιπόν, γιατί δέ μ’ ἀφήνουν νά πεθάνω;
ΧΑΤΖ.: Ποιός, Καραγκιόζη μου, δέ σ’ ἀφήνει;
ΚΑΡ.: Ἰδού, κύριε. Ἀπεφάσισα νά πεθάνω, νά πάω ἀπό λουκουμοθάνατο. Ἀλλά, ὅπως μπῆκα σ’ ἕνα καφενεῖο, βρίσκω μιά κάσα λουκούμι. τό πῆρα, τό ἀκούμπησα χάμου, ἔκανα τά πατερημά μου, εἶπα: Σχωρᾶτε μέ, κι ὁ Θεός νά σᾶς σχωρέση, καί ἄρχισα λοιπόν νά τρώω λουκούμια νά ποθάνω. Νά σού πῶ, Χατζατζάρη, καί τήν καθαράν ἀλήθεια. Ἐμέτραγα τά λουκούμια νά δῶ μέ πόσα λουκούμια θ’ ἀποθάνω, ἄν ξαναθελήσω νά ξαναποθάνω, νά ξέρω πόσα λουκούμια θ’ ἀγοράσω. Ἀλλά μόλις εἶχα φάη καμμιά ἑξηνταριά, μπαίνει ὁ καφετζής μέσα. Βρέ, μοῦ λέει, τί κάμνεις αὐτοῦ; – Πεθαίνω, κύριε, τοῦ λέω. – Πεθαίνεις, μασκαρά! Μ’ ἀρχινάει στό ξύλο. Βλέπουν κ’ οἱ ἄλλοι οἱ θαμῶνοι τοῦ καφενείου, μ’ ἀρχινᾶνε κι αὐτοί στό ξύλο. Γιατί κύριε, δέ μ’ ἀφήνουν νά πεθάνω;
ΧΑΤΖ.: Βρέ βλάκα, δέν κατάλαβες γιατί σέ δέρνανε; Σέ δέρνανε γιατί ἔφαγες τά ξένα λουκούμια.
ΚΑΡ.: Ά, βρέ! Γι’ αὖτο μέ δέρνανε! Κ’ ἐγώ ἔλεγα πῶς μέ δέρνανε ὅτι ἦταν ἡ ζωή μου ἀναγκαία.
ΧΑΤΖ.: Βέβαια, Καραγκιόζη. Καί γι’ αὐτό σέ δέρνανε, γιά τά λουκούμια. καί νά μήν ξαναπεράσης ἀπό ’κει, γιατί θά φᾶς ἄλλο ξύλο.
ΚΑΡ.: Γιατί καί θά φάω ἄλλο ξύλο;
ΧΑΤΖ.: Γιά τά λουκούμια.
ΚΑΡ.: Καί τά ξεχρέωσα τά λουκούμια! Ἔφαγα ἑξήντα λουκούμια, μέ δείρανε γιά ἑκατό! Ὥστε μου χρωστᾶνε καί σαράντα!
Το περιοδικό ΚαραγκιοζοΛόγιο(ν) θα το βρείτε στα βιβλιοπωλεία Εναλλακτικό (Θεμιστοκλέους 37, Αθήνα), Ναυτίλος (Χαριλάου Τρικούπη 28, Αθήνα), Φαρφουλάς (Μαυρομιχάλη 18, Αθήνα), Άπειρος Χώρα (Σισμανογλείου 10, Βριλήσσια) και στα γραφεία του Άρδην σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.