Αρχική Ταυτότητα O Μαβίλης, ο τάφος του και ο διεθνισμός

O Μαβίλης, ο τάφος του και ο διεθνισμός

2676
0

O Μαβίλης, ο τάφος του και ο διεθνισμός

Η τρικυμιώδης ιστορία ενός ήρωα και του τάφου του, απέναντι στη σημερινή συλλογική λήθη

Του Νικόλα Δημητριάδη

 

Ένα ταφικό μνημείο, κοντά στα Ιωάννινα, έπεσε πρόσφατα θύμα βανδαλισμού. Ήταν το μνημείο του μεγάλου ποιητή Λορέντζου Μαβίλη, Κερκυραίου με ισπανικές ρίζες, που έδωσε τη ζωή του στο σημείο εκείνο, πολεμώντας ως εθελοντής για την απελευθέρωση της Ηπείρου. Επειδή οι δράστες του βανδαλισμού δεν φαίνεται να γνώριζαν πολλά πράγματα για τον Μαβίλη, και σίγουρα δεν γνώριζαν και την ξεχωριστή ιστορία του ίδιου του μνημείου που βανδάλισαν, θεωρήσαμε σκόπιμο, να γράψουμε δυο λόγια επ’ αυτών.

Φωτό: Ο Μαβίλης με στολή Γαριβαλδίνου, πριν αναχωρήσει για το μέτωπο

 

Σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, ο Λορέντζος Μαβίλης δεν απέφυγε ποτέ να δηλώσει το παρών στους αλλεπάληλους ελληνικούς απελευθερωτικούς αγώνες. Το 1896 έσπευσε να καταταχθεί εθελοντής στην Κρητική Επανάσταση, όπως έκανε και στον πόλεμο του 1897, όταν έσπευσε στην Ήπειρο, αρχηγός εθελοντικού σώματος, όπου και τραυματίστηκε. Ήταν η εποχή που οι πνευματικοί άνθρωποι συνέπασχαν ακόμα με τον τόπο τους και τον λαό τους.

 

Φωτό: Ο Μαβίλης το 1897 στον Βόλο. Ο πιτσιρίκος στα αριστερά, με την ξιφολόγχη επ’ ώμου, είναι ο μετέπειτα μεγάλος ζωγράφος Τζιόρτζιο ντε Κίρικο.

 

Όταν άρχισαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, ο Μαβίλης είχε φθάσει πια τα 52. Παρ’ όλα αυτά, έδωσε και πάλι το παρόν. Αυτή τη φορά, έσπευσε να ενταχθεί στους «Γαριβαλδίνους». Οι Γαριβαλδίνοι ήταν ένα στρατιωτικό σώμα εθελοντών, που είχε δημιουργήσει ο Ιταλός Επαναστάτης και εθνικός ήρωας των γειτόνων Τζουζέπε Γκαριμπάλντι, με σκοπό τη συμμετοχή του σε απελευθερωτικούς πολέμους ανά την Ευρώπη. Η διεθνιστική παράδοση που ξεκίνησε ο Γκαριμπάλντι έφερε τους Γαριβαλδίνους εθελοντές σε μία σειρά από μέτωπα, από την Ιταλία μέχρι την Πολωνία, και από τον γαλλογερμανικό πόλεμο του 1870 μέχρι τον Ισπανικό Εμφύλιο του 1936. Θα πολεμήσουν, δε, κάθε λογής αντιδραστική δύναμη: το Παπικό Κράτος, τον πρώσικο μιλιταρισμό, την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τον φασισμό. Από την παράδοση αυτή, βέβαια, δεν λείπει και η Ελλάδα. Η πρώτη φορά που ήρθαν οι Γαριβαλδίνοι να πολεμήσουν για την Ελλάδα ήταν στον πόλεμο του 1897, όταν 800 εθελοντές, υπό την ηγεσία του Ριτσιότι Γκαριμπάλντι (εγγονού του Τζουζέπε) συμμετείχαν στη μάχη του Δομοκού.

 

Φωτό: Στιγμιότυπο από την άφιξη του Ριτσιότι Γκαριμπάλντι και των Ιταλών εθελοντών στην Ελλάδα

 

Έτσι, όταν ξεκίνησαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, ο Ριτσιότι Γκαριμπάλντι ηγήθηκε ενός σώματος Γαριβαλδίνων και επανήλθε στην Ελλάδα για να λάβει μέρος στις μάχες. Μαζί με τον πολιτικό Αλέξανδρο Ρώμα συμπεριέλαβαν στο σώμα και Έλληνες εθελοντές, μεταξύ των οποίων και πολλοί διανοούμενοι. Τιμητική θέση –και τον βαθμό του Λοχαγού– έλαβε, βεβαίως, ο Μαβίλης μιας και ήταν ο γηραιότερος όλων. Ο Μαβίλης έλαβε μέρος στις μάχες και τραυματίστηκε θανάσιμα τον Νοέμβριο του 1912, κατά τη διάρκεια της σημαντικής μάχης στο Δρίσκο, όπου οι Γαριβαλδίνοι αντιπαρατέθηκαν με τις δυνάμεις του Μπεκήρ Αγά. Στη μάχη αυτή τραυματίστηκε και ο ίδιος ο Ρώμας. Λέγεται ότι τα τελευταία του λόγια του Μαβίλη ήταν: «Περίμενα πολλές τιμές από τούτον τον πόλεμο, αλλά όχι και την τιμή να θυσιάσω τη ζωή μου, για την Ελλάδα».

 

Φωτό: Στο ορεινό χειρουργείο της Αγίας Παρασκευής. Τους τραυματίες φρόντιζε η ανηψιά του Ρώμα Ασπασία Μαυρομιχάλη (κόρη του Κυριακούλη).

 

Αν, όμως, στο Δρίσκο έλαβε τέλος μία περιπετειώδης ζωή, την ίδια στιγμή ξεκινούσε άλλη μία περιπέτεια: αυτή του σώματος του νεκρού. Ο Μαβίλης ετάφη πρόχειρα πλησίον του νοσοκομείου εκστρατείας των Γαριβαλδίνων στην Αγία Παρασκευή. Έμεινε εκεί, καθώς σύντομα οι Γαριβαλδίνοι αναγκάστηκαν να μετακινηθούν από την τοποθεσία εκείνη. Μετά από μήνες, το θαμμένο σώμα του Μαβίλη ανέλαβε να εντοπίσει και να αναγνωρίσει ένας άλλος μεγάλος λογοτέχνης, ο Στέφανος Γρανίτσας, ο οποίος πολεμούσε τότε ως έφεδρος Ανθυπολοχαγός, επικεφαλής αποσπάσματος ευζώνων. Μαζί με τον ηγούμενο της Μονής Ντουραχάνης βρήκαν το σημείο που είχε ταφεί ο Μαβίλης, προχώρησαν σε εκταφή και αναγνώρισή του και στη συνέχεια ξαναέθαψαν τον Μαβίλη στο ίδιο σημείο.

 

Φωτό: Το αρχικό ταφικό μνημείο στο Δρίσκο

 

Πολλά χρόνια μετά, το 1933, έγινε και δεύτερη εκταφή, καθώς αποφασίστηκε ο νεκρός του Μαβίλη να θαφτεί στο πεδίο της μάχης, στο ύψωμα που είχε πέσει ο ποιητής. Εκεί στήθηκε και ένα μνημείο για να θυμίζει τη θυσία του. Ούτε τότε, όμως, βρήκε την ησυχία του Μαβίλης, καθώς τον βρήκε και τρίτη εκταφή, αυτή τη φορά από τη… φύση! Το 1967, ένας κεραυνός κατέστρεψε τον τάφο και το μνημείο και τα οστά του Μαβίλη διασκορπίστηκαν! Έμειναν έτσι για μέρες, ώσπου βρέθηκε μια γριούλα, η κ. Στάθη από το διπλανό χωριό Βασιλική, η οποία περιμάζεψε τα οστά του. Κατόπιν τούτου, τα οστά μπήκαν σε ένα οστεοφυλάκιο και το μνημείο ξαναχτίστηκε καινούριο, και πιο μεγάλο (αυτή τη φορά με… αλεξικέραυνο).

 

Φωτό: Το νυν ταφικό μνημείο στο Δρίσκο

 

Αυτό το μνημείο επέλεξαν να βανδαλίσουν κάποιοι άγνωστοι πριν λίγες μέρες. Το περιστατικό εντάσσεται σε μία μακρά σειρά βανδαλισμών μνημείων στην Ελλάδα που έχει γίνει πλέον ενδημική και φαίνεται να είναι μια εγχώρια προσπάθεια μίμησης του «ούλτρα-φιλελεύθερου» ρεύματος αποδόμησης των συλλογικών ταυτοτήτων, που είναι της μοδός στην «προοδευτική» μπουρζουαζία των Η.Π.Α. και κάποιων ευρωπαϊκών κρατών.

 

Φωτό: Η επιτύμβια πλάκα που έσπασαν οι βάνδαλοι

 

Είμαστε σίγουροι ότι αν οι δράστες είχαν μπει στον κόπο να μάθουν λίγα πράγματα για τον Μαβίλη δεν θα προέβαιναν σε αυτή την πράξη και θα έψαχναν κάποιο άλλο μνημείο να βανδαλίσουν. Μια απλή ανάγνωση των περιπετειών που γνώρισε ο Μαβίλης, πριν και μετά τον θάνατο, είναι αρκετή για να μετατρέψει τον βανδαλισμό από «δυναμικό πολιτικό στέιτμεντ» σε «καταγέλαστη σκανταλιά δωδεκάχρονου»… Αν το μάρμαρο του μνημείου είχε στόμα για να μιλήσει, σίγουρα θα τους έλεγε κάτι σαν: «Αχ καϋμένοι, τί να μας πείτε και σεις απ’ τη ζωή σας»…

 

Υ.Γ.: Περισσότερα για τον Μαβίλη και τον θάνατό του, θα βρείτε στα τεύχη 2 και 4 του περιοδικού ΚαραγκιοζοΛόγιο(ν).

 

Προηγούμενο άρθροMavi Vatan yok!
Επόμενο άρθροΤα «σκίτσα του Ερντογάν» και ο Έλληνας πρόδρομός τους