Η κοινωνική σημασία της Επανάστασης του 1821
Του Νικόλα Δημητριάδη
Εδώ και κάποια χρόνια, τέτοιες μέρες, στην επέτειο του ’21, έχει καθιερωθεί από τον πνευματικό κόσμο της χώρας μας ένα ιδιότυπο ιβέντ: Βγαίνουν οι διανοούμενοί μας –κυρίως οι ιστορικοί– και κάνουν διαγωνισμό ποιος θα πει την πιο μεγαλοφυή αρλούμπα. Κορδώνονται κιόλας ότι λένε τάχα μου πολύ σπουδαία πράματα, κι ας γελάει ο κόσμος. Δεν τους νοιάζει – έχουν μάθει, άλλωστε, να περιφρονούν την «πλέμπα» και τον αγράμματο, λούμπεν, οπισθοδρομικό «λαουτζίκο».
Έτσι, άλλοι λένε ότι το 1821 ήταν ένα ευρωπαϊκό γεγονός, όπου οι άξεστοι ανατολίτες μπουρτζόβλαχοι Έλληνες αποφάσισαν να μοιάσουν στους Ευρωπαίους, για να εκσυγχρονιστούν και να γίνουν άνθρωποι. Άλλοι λένε ότι δεν υπήρχαν τότε Έλληνες αλλά περιφερόμενοι τσομπαναραίοι χωρίς εθνική ταυτότητα, ενώ την ελληνική ταυτότητα την κατασκεύασαν οι αστοί διανοούμενοι και την επέβαλε το σύγχρονο κράτος με το ζόρι. Άλλοι λένε ότι οι κλεφταρματωλοί θέλανε απλώς μερίδιο από τη φορολογία και τα σπάσανε με τους πασάδες στη μοιρασιά. Άλλοι, πάλι, βρίσκουν λανθασμένη ενέργεια την Επανάσταση και πιστεύουν ότι θα ήμασταν καλλίτερα αν παραμέναμε ραγιάδες (Όπως και σήμερα, που πολλοί προτιμούν να γίνουμε ξανά μια επαρχία στη σύγχρονη οθωμανική αυτοκρατορία του Ερντογάν, μήπως εξασφαλίσουν έτσι τη θεσούλα και το πορτοφόλι τους).
Αν σε κάποιους αυτές οι θεωρίες φαίνονται παλαβές και γελοίες, είναι γιατί δεν έχουν ιδιαίτερη εξοικείωση με τη σύγχρονη ελληνική διανόηση. Αυτές οι θεωρίες αποτελούν σήμερα τον κανόνα στα ελληνικά πανεπιστήμια και συζητιούνται ως θέσφατα στα σαλόνια των μορφωμένων των βορείων προαστίων. Μπορεί παραέξω να μην τις πολυαναφέρουν, αλλά μεταξύ τους τις έχουν σαν ευαγγέλιο. Ταιριάζουν άλλωστε με τη γενικότερη ιδεολογία της σύγχρονης εξουσίας: Σε έναν κόσμο που θέλει άτομα-καταναλωτές, όπου κάθε συλλογική ταυτότητα θεωρείται βαρίδι, οι θεωρίες αυτές είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς. Είναι πιο εύκολο να κάνεις ένα βιογραφικό και να χαθείς στο ανώνυμο πλήθος κάποιας μητρόπολης της Δύσης, αν δεν έχεις τίποτε να σε κρατάει πίσω. Ούτε ταυτότητα, ούτε ρίζες, ούτε παράδοση. Άσε που η ίδια η έννοια του ηρωισμού και της πίστης φαίνεται αδιανόητη σε έναν κόσμο όπου τα πάντα λειτουργούν με γνώμονα το ατομικό όφελος και το οικονομικό κέρδος.
Εν τέλει, για να απαντήσουμε στο ερώτημα «τι ήταν τέλος πάντων το ΄21;», δεν αρκούν οι ιστορικές γνώσεις. Είναι πρώτα και κύρια θέμα οπτικής. Από ποια σκοπιά θα το εξετάσουμε. Αν το εξετάσουμε έχοντας ως κριτήριο και οδηγό μας τη διάκριση ανάμεσα σε κατακτητές και κατακτημένους, καταπιεστές και καταπιεσμένους, πασάδες και ραγιάδες, τότε θα δούμε ξεκάθαρα όλες τις αντιθέσεις της εποχής, και τις εθνικές και τις θρησκευτικές και τις κοινωνικές και τις ταξικές. Αν πάλι δεν κάνουμε αυτή τη διάκριση, τότε αναπόφευκτα θα καταλήξουμε σε κάποια μεταμοντέρνα αρλούμπα, σαν αυτές που αμολάνε κατά καιρούς οι διανοούμενοί μας. Και είναι φυσικό: αν έκαναν αυτή τη διάκριση οι διάφοροι Λιάκοι και Βερέμηδες και Φίληδες, τότε θα έπρεπε να εξετάσουν με το ίδιο κριτήριο και τον εαυτό τους και το συνάφι τους… Αλλά έτσι ήταν πάντα οι άνθρωποι αυτοί: «Των ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι», που έλεγε και ο λησμονημένος Κωστής Παλαμάς. Αυτά συμβαίνουν σε εποχές και κοινωνίες υπό παρακμή. Η διανόηση κλείνεται μέσα στον σάπιο μικρόκοσμό της και εγκαταλείπει το λαϊκό σώμα βορά στον εκάστοτε Λιακόπουλο και τον Αρτέμη Σώρα. Και επειδή «το γαρ πολύ της θλίψεως γεννά παραφροσύνη», βολοδέρνει ο κόσμος στις ψευδαισθήσεις του και στις μάταιες ελπίδες ότι θα έρθει κάποιος από μηχανής Θεός να τον σώσει.
Έτσι γινόταν και στην Τουρκοκρατία. Άλλοι προσκυνάγανε, άλλοι τα παρατάγανε και φεύγανε, άλλοι περιμένανε τη βοήθεια των ξένων: πότε των Βενετσιάνων, πότε των Γάλλων, πότε των Ρώσσων, πότε των Άγγλων. Όταν συνειδητοποίησε ο λαός ότι δεν θα γινόταν τίποτε αν δεν έπαιρνε ο ίδιος την τύχη του στα χέρια του, έγινε και η επανάσταση. Ήταν μια διαδικασία ωρίμανσης. Αυτή τη διαδικασία περιγράφει με μοναδικό τρόπο, σε πέντε αράδες, ο αγράμματος Νικήτας Σταματελόπουλος, ο γνωστός «Νικηταράς» (ο οποίος τιμήθηκε από το ελληνικό κράτος με μία πλουσιοπάροχη «άδεια επαιτείας», για να μπορεί νόμιμα να ζητιανεύει):
«Ἔρχεται ἀπάντηση ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα νὰ πᾶμε εἰς τὴν Ρουσία νὰ μᾶς δώσει γῆν, ὅλα τὰ καλά, ζῶα καὶ εἰς δέκα χρόνους νὰ ἐπιστρέψομε ὅ,τι μᾶς ἔδωσε. Στέλνομε τὸν Ἀναγνωσταρᾶ, Χρυσοσπάθη, εὑρίσκουν τὴν Ἑταιρεία. Ὁ Καποδίστριας τοὺς λέγει, σύρτε ὀπίσω, ἐδῶ ζοῦν ἀρκοῦδες, κρούσταλλα πολλά. Ἦτον στοχασμὸς νὰ πᾶμε ἀποικίες. Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς μοῦ λέγει: δὲν ζοῦμε ἐκεῖ. Σχέδια περὶ ἐπαναστάσεως. Νὰ ζήσουμε εἰς βουνὰ μὲ γένεια.»