2015: Kάθε πέρσι και καλύτερα
(Στην εικόνα βλέπουμε μια παλιά γερμανική πρωτοχρονιάτικη καρτ ποστάλ, που προφητεύει το τρίτο μνημόνιο, το μακρύτερο κι αγαπημένο)
Φεύγει επιτέλους το 2015, μια χρονιά που, αναμφίβολα, κέρδισε τις εντυπώσεις! Και τί δεν είχε! Και Τσίπρα και Βαρουφάκη και Φλαμπουράρη και Ζωίτσα και… Λεβέντη! Και πρώτη φορά (ντεμέκ) αριστερά, και πρώτη φορά (ντεμέκ) δημοψήφισμα, και πρώτη φορά (ντεμέκ) δεκαεφτάωρες μάχες στας ευρώπας! Όλα ντεμέκ ήταν, εκτός απ’ το μνημόνιο. Αυτό είναι πραγματικό, πέρα για πέρα. Από πολιτική σκοπιά, το 2015 κερδίζει επάξια τον τίτλο της πιο φαντασμαγορικής μεν, αλλά και, ταυτόχρονα, πιο ψεύτικης χρονιάς. Eίναι η χρονιά που μάθαμε να βαφτίζουμε το κρέας ψάρι. Που μάθαμε να βλέπουμε τα πιο εξωφρενικά πράγματα, χωρίς να μας κάνει καθόλου εντύπωση. Πλέον περιμένουμε και ανεχόμαστε τα πάντα.
Γι’ αυτό και είναι όλοι κατηφείς, απελπισμένοι, απογοητευμένοι. Όλοι; Ε, όχι κι όλοι. Το κυβερνητικό στρατόπεδο, πλέει σε πελάγη αισιοδοξίας. Κάτι σαν τον Τιτανικό. Και από κάτω, δεν είναι και λίγοι αυτοί που προσδοκούν το κατιτίς τους απ’ το γκουβέρνο. Δε βαριέσαι, το γκουβέρνο αυτό, καθότι το χειρότερο των τελευταίων ετών, δεν θα μακροημερεύσει.
Ας μην απελπιζόμαστε, όμως. Ας αφήσουμε την τρισκατάρατη αυτή χρονιά με χαμόγελο. Η Ψωροκώσταινα, μαζί με τις ευχές για το νέο έτος, μας αφιερώνει και το παρακάτω ποίημα του Σουρή, από το μακρυνό 1885:
Η Πρωτοχρονιά (Ρωμαίικη παράδοσις)
Εφημερίδα Ασμοδαίος, 1-1-1885
Χειμώνας, νύχτα, βροχή, κρύο.
Ενας ρωμηός χωρίς παρά
Κάθηται ‘ς ένα καφενείο
Συλλογισμένος φοβερά
Ξάφνου σηκώνει το κεφάλι,
Και του ξεφεύγει ένα Α!!
Με ρουχ’ αλλόκοτα και κάλλη,
Σαν οπτασία, σα σκιά,
Ψηλή γυναίκα εμπρός του στέκει.
Και τον κυττάζει τρυφέρα.
“Τι θέλεις από με, κυρά;”
Θέλει να πη, αλλά τα μπλέκει.
Τον πιάνει φόβος. Πάει να φύγη.
Αλλά να φύγη δε ‘μπορεί
Τρίβει τα μάτια του, τ’ ανοίγει,
Μα πάλι ‘μπρος του τη θωρεί.
Από μετάξ’ η φορεσιά της
Και από τράπουλας χαρτιά.
Κάτου ‘ς το πάτωμα η ουρά της
Ξεσέρνεται, μακρυά, πλατειά.
Στους ώμους της διπλώνει ταίρι
Φτερά διαμαντοπλουμιστά,
Με χάρις το ‘να της το χέρι
Ενα χρυσό ραβδί βαστά.
Και ‘ς τάλλο της κρατεί ζεμπίλι
Οπού μ’ ασήμ’ είνε φκιαστό,
Ολο γεμάτο ως τα χείλη
Βαρύ βαρύ, αλλά κλειστό.
Μα τι παρέξενη ωραιότης,
Και τι θωριά αστραφτερή!
Ανάμεσα ‘ς το μέτωπό της,
Οπως ‘ς των Τούρκων τα Ουρί
Λάμπει ένα κάρβουνο αναμμένο,
Ενα ρουμπίνι μαγικό!
Και λέει ‘ς το νιό το σαστισμένο
Μ’ ένα χαμόγελο γλυκό:
“Εγώ ‘ς ταις μοίραις ειμ’ η πρώτη,
Πάντα χιλιόπλουτη και νιά.
Με χαιρετούν χαραίς και κρότοι,
Εγώ είμαι η πρωτοχρονιά.
Αλλους πλουτίζω, άλλους φτωχαίνω
Με ευσπλαγχνία ή μ’ απονιά.
Όλους εδώ σας ξετρελλαίνω
Εγώ είμαι η πρωτοχρονιά.
Μα τορ’ αυτά πώχω για σένα
Ποτέ καμμιά της γης γωνιά,
Κανείς δεν τάειδε αραδιασμένα,
Εγώ είμαι η πρωτοχρονιά!
Πες μου τι θές να σου χαρίσω,
Αγαπημένο μου παιδί;
Λέγε. μου φτάνει να σ’ εγγίσω
Με το χρυσό μου το ραβδί!
Θες να γλεντήσης ‘ς το Παρίσι;
Θέλεις ‘ς την Λόντρα ν’ ακουστής;
Να πας ‘ς Ανατολή και Δύσι
Ακούραστος σεργιανιστής;
Θέλεις να χάσκουν, καβαλάρης
Οταν περνάς κάθε μεριά;
Στην εμμορφιά να είσαι Πάρις,
Και Οδυσσεύς ‘ς την πονηριά,
Στην εκκλησία Πατριάρχης,
Αρχιρραβίνος μεσ’ τη χάδρα,
Να γράφης στίχους σαν Πετράρχης,
Να λαχταρά για σε μια Λαύρα;
Πες μου τι θέλεις να σε κάνω;
Αυλάρχη, λόρδο, στρατηγό,
Κατακτητή, σοφό, σουλτάνο,
Θησαυροφύλακα, υπουργό;
Οτι κι αν θες, μικρό, μεγάλο,
Μπροστά σου θα το ιδής ευθύς,
Φτάνει το χέρι μου να βάλω
Μεσ’ το ζεμπίλι… Τι ποθείς;”
Μόλις το στόμα της εκλείσθη
Και μόλις πήρε ανασασμό,
Αυτός λιγάκι εσυλλογίσθη,
Και απαντά:
– Διορισμό!