Υπέρ εστιών και… ανέστιων
Του Αλέξη Καζαντζίδη
Από τα συνέδρια της δεκαετίας του 1980 γύρω από την ποίηση και μάλλον το κοροϊδιλικί που τραβιόταν για μία θάλασσα ειρήνης κι ανταλλαγής πολιτισμών, έχει μπει πια φόκο. Οικονομική κρίση, στρατιωτικές επεμβάσεις, άνθρωποι που σκυλοπνίγονται, σάπιες ιδεολογίες, αποτίμηση της ζωής στο επίπεδο του πόση αξία έχει η συντήρηση ενός ζωντανού. Εδώ στην υπέροχη Μεσόγειο, την κοιτίδα τόσων ιδεών, όπου γεννήθηκαν κουλτούρες, αλφαβήτες και τόσα άλλα.
Μπορούμε να κρατηθούμε από την πλευρά του πολιτισμού, ώσπου να φτιάξουμε μια χώρα που θα αναδεικνύονται ως ήρωες και θα τιμώνται με το ανώτατο παράσημο της τιμής εκείνοι οι άνθρωποι που γλυτώνουν πνιγμένους μετανάστες. Και μάλιστα, όχι τόσο αυτοί που είναι ταγμένοι από επάγγελμα να το κάνουν (τα παιδιά του λιμενικού σώζουν ζωές, έχοντας αποστολή να το πράξουν). Σαν τη γυναίκα, η οποία έγδυσε το δικό της παιδί, προκειμένου να ντυθεί εκείνο που έβγαζαν την ίδια ώρα μέσα από τη θάλασσα. Δεν ήταν μάνα, ήταν μάλλον μία… Θεά. Άνθρωποι που δεν τους περισσεύει τίποτα.
Έχουμε παλληκάρια που δεν είναι body builder, βουτούν στα νερά για να σώσουν ζωές, σεμνοί, λέγοντας ότι «και άλλοι έξι έπεσαν στο νερό μαζί». Δεν αναρωτήθηκαν αν αρρωστήσουν, μήπως κολλήσουν τίποτα, τι θα τους πουν. Άκουσαν τις καρδιές τους (ενίοτε δεν ακούς την καρδιά σου μόνο στο ουίσκι). Υπάρχει πολύς πόνος εκεί έξω. Είναι ίδιος, όπως και η χαρά. Δεν έχει χρώμα, φυλή, ράτσα. Σαν το κτήνος που είναι πάντα μαύρο, σκοτεινό: Αυτός που ακούει οιμωγές και αφήνει να πεθάνουν. Εκείνοι που δεν ήθελαν να χαλάσουν τις διακοπές τους στο Πουκέ και κάθονταν να βλέπουν τα πτώματα να ξεβράζονται δίπλα τους.
Δεν μπορεί να είναι έτσι φτιαγμένα τα δικά μας χώματα. Έχει θαφτεί κόσμος και κοσμάκης στη θάλασσα, υπάρχουν τόσες μαυροφορεμένες γυναίκες ναυτικών. Ο τόπος δεν μπορεί να αντέξει να βλέπει τον άλλον να πνίγεται. Έχει τραβήξει κουπί ώστε να βγάλει ανθρώπους, τους οποίους κυνήγησαν φασίστες, μέχρι να τους μεταφέρει στην άλλη άκρη. Έχει υποδεχθεί (μετά λαθών) του πρόσφυγες από τη Σμύρνη που καιγόταν. Έχει δεχθεί Αρμένιους, οι οποίοι δεν είχαν πού να πάνε όταν τους έσφαζαν οι Τούρκοι.
Είναι μια πατρίδα με περίσσευμα ψυχής, το οποίο χρειάζεται κάθε μέρα να κατατίθεται για να μπορεί να θεωρείται ότι έχει και έναν άγιο λαό. Αυτό μπορούμε να είμαστε, αρκεί να θέλουμε να είμαστε. Να απλώνουμε το χέρι σε εκείνους, οι οποίοι χωρίς αυτό δεν θα ήταν ποτέ σωσμένοι στο γαλάζιο που τους ξέβρασε στην ακτή μας.