Ο Κάρολος λύνει τη σιωπή του
Απ’ ευθείας σύνδεση της «Ψωροκώσταινας» με το υπερπέραν
Αφού με πρήξατε, να βγω ντε και καλά από την ησυχία του τάφου μου για να πάρω θέση, επειδή υποτίθεται ότι οι κύριοι με τα ζελέ στα μαλλιά και τούτη την ακόρεστη δίψα για εξουσία είναι επίγονοί μου –θου κύριε…–, σας υπενθυμίζω τι έγραφα εκείνον τον θλιβερό Δεκέμβρη του 1851-Μάρτη του 1852 για τον Λουδοβίκο Ναπολέοντα Γ΄ Βοναπάρτη της Γαλλίας, έναν απίθανο τύπο που νόμιζε ότι θα γίνει ο νέος Μέγας Ναπολέων, ξεκίνησε ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, μετά αυτοαναγορεύτηκε Αυτοκράτορας και τελικά κατέληξε σιδηροδέσμιος του Καγκελάριου Βίσμαρκ…
Κατά τα άλλα, παρακαλώ πολύ, είμαι όπως ξέρετε εδώ και σχεδόν 150 χρόνια σε μια ιδιότυπη, μεταϋλιστική και ημι-διάχυτη κατάσταση –γεγονός που μου προκαλεί αρκετά νεύρα, εμένα, έναν αθεράπευτο υλιστή. Δεν μπορώ, συνεπώς, να ασχολούμαι άλλο με ιστορικές καρικατούρες. Θα τους αφιερώσω, μόνο, μια φράση του συνονόματού μου αμερικάνου κωμικού, εκείνου ντε με το ψεύτικο ζωγραφισμένο μουστάκι και το πούρο: «Αυτές είναι οι αρχές μου, κι αν δεν σας αρέσουν… Εντάξει! Έχω κι άλλες».
Γεια χαρά,
Κάρολος
«…Κατά τα άλλα κάθε μέτριος παρατηρητής, ακόμα κι αν δεν παρακολούθησε βήμα προς βήμα την πορεία της γαλλικής εξέλιξης, θα έπρεπε να προαισθανθεί πως την επανάσταση την περίμενε ένα μεγάλο ρεζίλεμα. Ήταν αρκετό να ακούσει κανείς τα αυτάρεσκα επινίκια γαυγίσματα, που μ’ αυτά οι κύριοι δημοκράτες συγχαίρονταν αμοιβαία για τα καλά αποτελέσματα της δεύτερης Κυριακής του Μάη του 1852. Η δεύτερη Κυριακή του Μάη είχε γίνει έμμονη ιδέα στα μυαλά τους, δόγμα, όπως στα μυαλά των χιλιαστών η ημέρα που θα ξαναπαρουσιαστεί ο Χριστός και θα αρχίσει η χιλιόχρονη βασιλεία. Η αδυναμία, όπως πάντα, βρήκε καταφύγιο στην πίστη για τα θαύματα. Νόμιζε πως θα νικούσε τον εχθρό όταν τον ξόρκιζε στη φαντασία της και έχασε κάθε κατανόηση για το παρόν με την παθητική αποθέωση του μέλλοντος που βρίσκονταν μπροστά της και με τις πράξεις που είχε στο νου, μα που δεν ήθελε ακόμα να τις πραγματοποιήσει. Οι ήρωες αυτοί, που ζητούν να αναιρέσουν την αποδειγμένη ανικανότητά τους με το να εκφράζουν αμοιβαία τη συμπάθειά τους και να συγκεντρώνονται όλοι σε σωρό, είχαν δέσει τις αποσκευές τους, είχαν συγκεντρώσει προκαταβολικά τα δάφνινα στεφάνια τους και απασχολημένοι ίσα-ίσα με το να προεξοφλούν στο χρηματιστήριο τις δημοκρατίες in partibus (μόνο στα χαρτιά) και που γι’ αυτές είχαν κιόλας οργανώσει προνοητικά, με όλη την ησυχία της χωρίς απαιτήσεις ψυχής τους, το κυβερνητικό προσωπικό. Η 2α του Δεκέμβρη τους κτύπησε σαν κεραυνός από ξάστερο ουρανό, και οι λαοί, που σε εποχές μικρόψυχης κατάπτωσης αφήνουν πρόθυμα να καταπνίγεται η εσωτερική τους αγωνία από τους πιο δυνατούς φωνακλάδες, θα έχουν ίσως πειστεί πως πέρασαν πια οι καιροί όπου τα κακαρίσματα από τις χήνες μπορούν να σώζουν το Καπιτώλιο.
Το Σύνταγμα, η εθνοσυνέλευση, τα δυναστικά κόμματα, οι γαλάζιοι και οι κόκκινοι δημοκράτες, οι ήρωες της Αφρικής, οι βροντές από το βήμα, οι αστραπές του καθημερινού τύπου, ολόκληρη η φιλολογία, τα πολιτικά ονόματα και οι πνευματικές κορυφές, ο αστικός νόμος και το ποινικό δίκαιο, η liberte, egalite, fraternite (ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα) και η δεύτερη Κυριακή του Μάη – όλα αυτά εξαφανίστηκαν σαν φαντάσματα μπροστά στα ξόρκια ενός ανθρώπου, που και οι ίδιοι οι εχθροί του δε λένε πως είναι μάγος. Η καθολική ψηφοφορία φαίνεται να έζησε μια στιγμή μόνο για να κάνει με τα ίδια της τα χέρια, μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου, τη διαθήκη της και να διακηρύξει στο όνομα του ίδιου του λαού: «κάθε τι που υπάρχει αξίζει κιόλας να χαθεί».
Δεν φτάνει να λέμε μόνο, όπως κάνουν οι Γάλλοι, πως το έθνος τους αιφνιδιάστηκε. Σε ένα έθνος δεν συγχωρείται η απροφύλαχτη στιγμή, όπου ο πρώτος τυχόν τυχοδιώχτης θα μπορούσε να το βιάσει. Το αίνιγμα δε λύνεται με τέτοια γυρίσματα μα διατυπώνεται μόνο διαφορετικά. Απομένει να εξηγηθεί με τι τρόπο ένα έθνος 36 εκατομμυρίων αιφνιδιάστηκε και οδηγήθηκε χωρίς αντίσταση στην αιχμαλωσία από τρεις μεγάλους τυχοδιώκτες.
Καρλ Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα σελ. 21-23.