Η επέτειος μιας κοροϊδίας
Το προεκλογικό δημοψήφισμα του Τσίπρα και η απάτη του περήφανου «ΟΧΙ»
Του Νικόλα Δημητριάδη
Κλείνει σήμερα ένας χρόνος από το προεκλογικό δημοψήφισμα του Τσίπρα. Σαν σήμερα, έναν χρόνο πριν, το 62% των πολιτών που προσήλθαν στις κάλπες, άκουσε την κυβέρνησή του και αρνήθηκε να αποδεχτεί τα δύο έγγραφα που κατέθεσαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στο Eurogroup της 25/6/2015, δηλαδή το «Reforms for the completion of the Current Program and Beyond» (Μεταρρυθμίσεις για την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος και πέραν αυτού) και το «Preliminary Debt sustainability analysis» (προκαταρκτική ανάλυση βιωσιμότητας χρέους). Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι και ειπώθηκαν πολλά. Για την «κωλοτούμπα» του Τσίπρα και το τρίτο μνημόνιο, για τα capital control (που κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει, καθώς δεν σχετίζονται με το λεγόμενο «bank run», αλλά είναι μια άσχετη απόφαση που πήρε πραξικοπηματικά ένα πρωινό ο Στουρνάρας), για τους «μενουμευρωπαίους» και τους «δεθελαμαλλαμενουμευρωπαίους» και άλλα πολλά.
Πάντως, το μόνο πράγμα στο οποίο δεν έχουν δίκιο οι επικριτές του Σύριζα είναι η περίφημη… «κωλοτούμπα». Στην πραγματικότητα δεν υπήρξε καμία κωλοτούμπα: ο Τσίπρας ήταν σαφής: Το «ΟΧΙ» δεν σήμαινε σε καμία περίπτωση ρήξη με τους δανειστές. Η συμφωνία (δηλαδή το μνημόνιο) θα γινόταν ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Ο σκοπός του δημοψηφίσματος ήταν να χρησιμοποιηθεί ως όπλο κατά τη διαπραγμάτευση, ώστε να καταφέρει η κυβέρνηση να κλείσει μια πιο συμφέρουσα συμφωνία (δηλαδή μνημόνιο). Αυτά τα επαναλάμβαναν διαρκώς τα μέλη της κυβέρνησης, σε κάθε ευκαιρία. Δεν μπορεί, λοιπόν, να τους κατηγορήσει κανείς για κωλοτούμπα. Το μόνο που μπορούμε να τους ψέξουμε, ίσως, είναι ότι δεν τα καταφέρανε στη διαπραγμάτευση. Από την άλλη, βέβαια, υπήρχαν και οι διάφοροι καταστροφολόγοι, όπως η Τρέμη και ο Πρετεντέρης και ο Μπογδάνος που έλεγαν πράγματι ότι το «ΟΧΙ» ισοδυναμούσε με ρήξη. Αν πιστέψουμε αυτούς, τότε όντως υπήρξε κωλοτούμπα, διότι αντί για ρήξη ο Τσίπρας υπέγραψε μνημόνιο. Αλλά ποιος πιστεύει τα βοθροκάναλα της διαπλοκής, ε;
Θα μπορούσε βέβαια να υποθέσει κάποιος ότι τα πράγματα οδηγήθηκαν εκεί διότι, τελικά, το δημοψήφισμα δεν ήταν δα και κανά σπουδαίο διαπραγματευτικό χαρτί. Δεν βοήθησε την κυβέρνηση όσο φανταζόταν. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει, επίσης, ότι η καταβαράθρωση της ελληνικής οικονομίας με τα capital control αποτέλεσε πολύ πιο ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί, στα χέρια των δανειστών αυτή τη φορά. Αλλά για να κάνουμε τέτοιες σκέψεις θα πρέπει πρώτα να έχουμε απεξαρτηθεί από την επικοινωνιακή τηλε-πολιτική. Θα πρέπει να αρχίσουμε να κρίνουμε τις κυβερνήσεις με βάση την πολιτική που εφαρμόζουν και όχι με βάση τις ατάκες των υπουργών τους και τις μπαρούφες των τηλεμαϊντανών τους.
Εν τέλει το δημοψήφισμα και τα capital controls είχαν έναν και μοναδικό σκοπό: να υποχρεώσουν τους ψηφοφόρους του Τσίπρα να αποδεχθούν το μνημόνιο, χωρίς να έχουν τύψεις. Το πιστωτικό γεγονός (capital controls) λειτούργησε ως φόβητρο (κόφτε την πλάκα μάγκες, τα πράγματα είναι σοβαρά) ενώ το δημοψήφισμα λειτούργησε ως φύλλο συκής (τα βάλαμε με τα θηρία και πέσαμε αντρίκεια). Και κάπως έτσι, οι ζαλισμένοι από τις απανωτές σφαλιάρες ψηφοφόροι πήγαν τον Σεπτέμβρη και δώσανε στην κυβέρνηση λίγο ακόμα χρόνο ζωής.
Ο Σύριζα και οι Ανέλ, λοιπόν, αποφάσισαν συνειδητά να προκαλέσουν πιστωτικό γεγονός και να διαλύσουν ακόμα περισσότερο την οικονομία της χώρας, προκειμένου να διατηρηθούν στην εξουσία. Ήταν ένα ακόμα επικοινωνιακό τρυκ για να κερδηθούν οι εκλογές του Σεπτεμβρίου. Αυτό και τίποτε άλλο. Η μεγαλειώδης συγκέντρωση του ΟΧΙ, την προηγουμένη του δημοψηφίσματος ήταν απλώς μια προεκλογική συγκέντρωση των ΣΑΝΕΛ. Βέβαια, το επικοινωνιακό αυτό τρυκ κόστισε στη χώρα κάποια δισεκατομμυριάκια ευρώ, δηλαδή κόστισε, μεταξύ άλλων, κάποια λουκέτα σε μαγαζιά, κάποιες χιλιάδες άνεργους, κάποιες χιλιάδες οικογένειες που βρέθηκαν στον δρόμο. Αλλά δε βαριέσαι, με αυτά θα ασχολιόμαστε;. Άλλωστε… «και οι άλλοι τα ίδια θα έκαναν». Οπότε κομπλέ. Ας αράξουμε στις καρεκλίτσες μας, ας φάμε κανά φράγκο απ’ το δημόσιο ταμείο, ας διορίσουμε κανάν φίλο μας να τρώει κι αυτός – έτσι, στην υγειά των κορόιδων.
Πέρα από τον Σύριζα, όμως, το δημοψήφισμα υπήρξε και το κύκνειο άσμα της μεταπολιτευτικής Αριστεράς. Η Αριστερά, εκούσα-άκουσα, στήριξε τον Σύριζα, και στην επιχείρηση κατάληψης της εξουσίας, και στην προεκλογική απάτη, και στη συνολική πολιτική αντίληψή του. Την ώρα του κυβερνητικού Βατερλώ, λοιπόν, το δημοψήφισμα εμφανίστηκε ως σανίδα σωτηρίας – μια ευκαιρία να αποστασιοποιηθεί η Αριστερά από τον Σύριζα και να διασωθεί από την επερχόμενη κατάρρευση. Ματαίως. Η ιδεολογική, κοινωνική και, εν τέλει, ταξική ταύτιση της μεταπολιτευτικής Αριστεράς με το καφενείο του Τσίπρα είναι πολύ πιο ισχυρή από μια πρόσκαιρη επικοινωνιακή μπαρούφα… Έτσι, ενώ χρησιμοποιήθηκε από τον Σύριζα ως –περίπου– κλακαδόρος, η Αριστερά επιμένει να υποδεικνύει το δημοψήφισμα ως κάποιο σπουδαίο, τάχα, αντιστασιακό γεγονός. Κατάπιε αμάσητο τον εκβιασμό του Τσίπρα και σήμερα, ένα χρόνο μετά, έχει μείνει να μας λιβανίζει με τη συμμετοχή της στις προεκλογικές συγκεντρώσεις του «όχι» και το περήφανο επαναστατικό 62% (που με κάποιο μαγικό τρόπο, έναν μήνα μετά, έγινε… 2%).
Ανίκανη, λοιπόν, να κάνει την οποιαδήποτε αυτοκριτική, η μεταπολιτευτική Αριστερά ακολουθεί κατά πόδας τον Σύριζα στην επερχόμενη κατάρρευση. Σε αυτό μοιάζει και με πολλούς άλλους ψηφοφόρους των Σύριζα-Ανέλ: Μη μπορώντας να δεχθούν ότι εξαπατήθηκαν, μην αντέχοντας να παραδεχθούν ότι τους κορόιδεψαν και τους χρησιμοποίησαν με τον χειρότερο τρόπο, προτιμούν να κλείνουν τα μάτια στην πραγματικότητα και να στηρίζουν ακόμη την εγκληματική αυτή κυβέρνηση. Το μοναδικό τους επιχείρημα; Το εξής: «δηλαδή προτιμάς να έρθει ο Μητσοτάκης;». Δυστυχώς, με την πολιτική που εφαρμόζει ο Σύριζα, σπρώχνει τον ελληνικό λαό να κάνει ακριβώς αυτό: να προτιμήσει τον Μητσοτάκη. Και αυτό είναι το αισιόδοξο σενάριο…