Ενα θολό στα… ελληνικά μυαλό
του Αλέξη Καζαντζίδη
Ηταν μια είδηση ανάμεσα στις τόσες που μπορεί να διαβάσει κανείς (και ας μην αισθάνεται… συντριβή αν δεν την ξέρει). Η πιο απίστευτη επαγγελματική πρόταση, έγραψε ο Αντώνης Μποσκοϊδής, για τον ηθοποιό Γιώργο Φούντα είχε έρθει το 1967 από το Λονδίνο! Όταν ο Σον Κόννερι αποφάσισε να εγκαταλείψει τον διασημότερο ήρωα που είχε ως τότε ενσαρκώσει, τον κατάσκοπο ονόματι Τζέιμς Μποντ, οι παραγωγοί άρχισαν να αναζητούν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου νέο πρόσωπο για τον ρόλο!
Η ξενόγλωσση ταινία «Ποτέ την Κυριακή» στην οποία ο Φούντας έπαιξε το 1960, τον έκανε γνωστό στο εξωτερικό και του άνοιξε τον δρόμο για διεθνή καριέρα. Η ερμηνεία του ηθοποιού άρεσε τόσο στους ξένους παραγωγούς, που ζήτησαν τον Φούντα για τον ρόλο.
Έτσι, η πρόταση φτάνει στην Αθήνα μέσω του Φίνου, μια και οι Βρετανοί δεν κατορθώνουν να έρθουν σε απ’ ευθείας επαφή με τον Έλληνα ηθοποιό. Ως συνήθως, πρώτη σκέψη του Φούντα είναι να αρνηθεί, μα ο Φίνος τον πείθει, τόσο να μπει στο αεροπλάνο, που το τρέμει, όσο και να λάβει μέρος στα δοκιμαστικά. Από το σύνολο των υποψηφίων μένουν δύο – τρομερό: ο Φούντας και ο συνονόματος του, Τζορτζ Λαζεμνμπι που τελικά παίρνει το ρόλο!
Την τζεϊμσμποντική άγνωστη διάσταση της καριέρας του Γιώργου Φούντα έβγαλε πρώτη φορά στη δημοσιότητα ο Δημήτρης Βάκης, σε ένα άρθρο του στο μουσικό περιοδικό ΟΑΣΙΣ, που δεν κυκλοφορεί πια.
Ίσως η ιστορία να γραφόταν αλλιώς αν ο Φούντας δεν δήλωνε πως δεν προλαβαίνει να μάθει αγγλικά με την απαιτούμενη άνεση μέσα στον ελάχιστα διαθέσιμο χρόνο (Τα αγγλικά τελικά είναι χρήσιμα, μπορεί να καταλήξουμε νέοι Ντάνιελ Γκρέιγκ). Πάντως ήταν μια εποχή που κανείς δεν ήξερε ότι ο Τζειμς Μποντ θα άντεχε για δεκαετίες. Στη συνέχεια επικράτησε ο πρωταγωνιστής να είναι πάντα Βρετανός, αλλά τότε δεν ίσχυε ακόμα ο άγραφος αυτός κανόνας….
Το περίφημο «Στέλλα φύγε, κρατάω μαχαίρι» στην ταινία «Στέλλα», υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Μιχάλη Κακογιάννη, είναι μια από τις πιο γνωστές ατάκες του ελληνικού κινηματογράφου. Ο σκηνοθέτης είχε αναφέρει για τον Φούντα: «Όταν τους είδα μαζί, ήξερα πως θα ζωντάνευε ιδανικά τον Μίλτο, το θηρίο που της έπρεπε στην κορμοστασιά, τη λεβεντιά και το μαχαίρι». Είχε δίκιο. Ο Γιώργος, μετά την ερμηνεία του αυτή, ταυτίστηκε στη συνείδηση του κοινού με τον ανδρισμό και τη λεβεντιά….
Ο ίδιος ποτέ δεν το μετάνιωσε! Αν υποτεθεί πως ο πολιτισμός θα είναι το χνάρι του ανθρώπου πάνω σ’αυτόν τον πλανήτη, και μόνο γι’ αυτή την ιστορική σκηνή με τη Μελίνα Μερκούρη, που θυμίζει σπαγγέτι γουέστερν και αρχαία τραγωδία, ο Γιώργος Φούντας πέρασε στην αθανασία.
Έσβηνε τέτοιες μέρες πριν από τέσσερα χρόνια στο νοσοκομείο Μετροπόλιταν, χτυπημένος από πάρκινσον και αλτσχάιμερ, μα περιτριγυρισμένος από τη σύζυγο του, τη χορεύτρια Χρυσούλα Ζώκα και τον γιό τους, Πάνο. Αν ζούσε σήμερα θα ήταν ακριβώς 90 ετών.
Με μια ατάκα ο Φούντας έγραψε μια ιστορία αλλιώτική από αυτήν του Τζέιμς Μποντ. Ίσως και ήταν καλύτερα. Με τη δεύτερη περίπτωση απλώς διασκεδάζεις. Με την πρώτη σκέφτεσαι. Και κυρίως, καταλαβαίνεις και καλύτερα τα δικά σου…