Αρχική Ταυτότητα Θηβαίος και έντεχνο τραγούδι

Θηβαίος και έντεχνο τραγούδι

1966
0

thivaios1

 

Θηβαίος και έντεχνο τραγούδι

του Χρίστου Πέτρου

Θηβαίο, ξευτίλα, μυρίζεις νταλαρίλα

Χαμός στο διαδίκτυο με τις κατάπτυστες δηλώσεις του Χρήστου Θηβαίου. Ο γνωστός τροβαδούρος, σε ζωντανή ραδιοφωνική εκπομπή στον FM100 της Θεσσαλονίκης, είπε, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι οι άνεργοι Έλληνες νέοι είναι άνεργοι επειδή βαριούνται να δουλέψουν και όχι επειδή δεν υπάρχουν δουλειές, ότι μια πενταμελής οικογένεια (όπως η δική του) μπορεί να ζει με 15 ευρώ ημερησίως και δεν καταλαβαίνει γιατί χρειάζονται περισσότερα λεφτά, ότι η δημοσιογράφος που τον φιλοξενούσε στην εκπομπή της είναι αντιπαραγωγική και θα πρέπει να αφήσει το ραδιόφωνο για να πιάσει δουλειά στα λιπάσματα, μιας και έχει πτυχίο Χημικού, και άλλα πολλά.

Με αφορμή, λοιπόν, το εν λόγω περιστατικό, αξίζει να πούμε πέντε πράματα για τον κόσμο του οποίου εκπρόσωπος είναι ο Θηβαίος και όλα τα άλλα μαχαιριτσοειδή. Την αυτοαποκαλούμενη σύγχρονη έντεχνη σκηνή. Από πού μας προέκυψε, λοιπόν; Τι κομίζει, ποιον αξιακό και ιδεολογικό κόσμο εκπροσωπεί και τι ρόλο έπαιξε όλα αυτά τα χρόνια στη διαμόρφωση των συνειδήσεων των νεοελλήνων;

thivaios2

Αναφορά στο σύγχρονο έντεχνο τραγούδι

Ως λαϊκό έντεχνο ορίστηκε το τραγούδι εκείνο που από τη δεκαετία του ’60 είχε ως κύριο γνώρισμά του τη μελοποίηση εγνωσμένης αξίας ποιημάτων. Με αφετηρία τον «Επιτάφιο» του Ρίτσου το 1958, ο Μίκης Θεοδωράκης μαζί με τον τρισμέγιστο Χατζιδάκι δημιούργησαν μία «σχολή» την οποία συνέχισαν ο Ξαρχάκος, ο Μαμαγκάκης, ο Λοΐζος, ο Μούτσης, ο Λεοντής, ο Μαρκόπουλος κ.ά. Τα έντεχνα τραγούδια της εποχής εκείνης, τα οποία άλλοτε κυκλοφορούν σαν «κύκλοι τραγουδιών» και πιο σπάνια μεμονωμένα, έχουν τις περισσότερες φορές το γνώρισμα ότι στην ενορχήστρωσή τους το δημοφιλέστερο λαϊκό μας όργανο, το μπουζούκι, έχει πρωταγωνιστικό ρόλο αφ’ ενός, αφ’ ετέρου όμως οι μελωδίες είναι βασισμένες κυρίως σε δυτικές κλίμακες. Δεν γίνεται δηλαδή εκτενής χρήση των λαϊκών μας δρόμων (ουσάκ, χιτζάζ κτλ.). Πώς όμως έγινε και το έντεχνο από όρος προσδιορισμού της μουσικής τάσης από την οποία βγήκε το «Άξιον Εστί», ο «Μεγάλος Ερωτικός», οι «Μετανάστες» κ.ά. τώρα χρησιμοποιείται για να προσδιορίσουμε το σινάφι του Πλιάτσικα και του Μαχαιρίτσα;

Η απάντηση μάλλον σχετίζεται με τη συνολική φθίνουσα κατάσταση που παρατηρείται σε πολιτισμικό επίπεδο γενικά στον δυτικό κόσμο και ειδικότερα στην Ελλάδα. Ο ξεπεσμός στα μουσικά πράγματα είναι αντίστοιχος και σε συνάρτηση με μια ευρύτερη πολιτισμική παρακμή. Και εδώ πολιτισμός νοείται ο τρόπος με τον οποίον ένας λαός ιεραρχεί τις αξίες και τις ανάγκες του και ο τρόπος με τον οποίον ένας λαός πραγματεύεται, μέσα από τις τέχνες κυρίως, διαχρονικά ζητήματα που απασχολούν την ανθρωπότητα, όπως για παράδειγμα ο θάνατος και ο έρωτας. Ο Θηβαίος, λοιπόν, και το σινάφι του είναι φαινόμενα της εποχής η οποία τους καθόρισε και την οποίαν καθόρισαν. «Οι άνθρωποι μοιάζουν περισσότερο στην εποχή τους παρά στους πατεράδες τους» λέει μια καταπληκτική παροιμία των Αράβων. Αυτό ισχύει και για τους έντεχνους. Δεν ομοιάζουν δυστυχώς σε τίποτε με αυτούς από τους οποίους καταχρηστικά πήραν το όνομά τους, «τους πατεράδες τους», και προφανώς εννοούμε ως προς την ουσία και τη σημασία του έργου τους. Αντιθέτως και κατ’ αντιστοιχία με την αραβική ρήση, τα μαχαιριτσοειδή είναι μια σοβαρή αντανάκλαση της εποχής τους. Είναι η μουσική έκφανση της τριακονταετούς συνολικής παρακμής που πλάκωσε τη χώρα υπό την πολιτική έκφραση του ΠΑΣΟΚ.

Τα τραγούδια για τους Έλληνες επιτελούν έκτοτε έναν καταλυτικό ρόλο ως προς τη διαμόρφωση των συνειδήσεών μας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η κοσμοαντίληψη «των δυο μας ποταμών από τους οποίους θα γευτεί μια νύχτα η έρημος καρπούς», του αρχαίου ελληνικού και του βυζαντινού πολιτισμού, αποτυπώνεται σε δύο τραγούδια, την Ιλιάδα και το τραγούδι του Διγενή Ακρίτα αντιστοίχως. Αλλά και πιο πρόσφατα, το ρεμπέτικο και το λαϊκό μας τραγούδι δεν καθρεφτίζει τον ψυχόκοσμό μας και ταυτοχρόνως καθορίζει την ιδιοπροσωπία των νεοελλήνων;

thivaios3

Στον αντίποδα, λοιπόν, και το σύγχρονο έντεχνο τραγούδι του Πασχαλίδη, του Τσακνή και των άλλων αντανακλά και, το σημαντικότερο, διαμορφώνει ταυτόχρονα μία βαθύτερη αντίληψη της κοινωνίας για τον κόσμο γύρω μας. Το ιδιάζον αξιακό-ιδεολογικό στοιχείο αυτής της αντίληψης είναι «η αβάσταχτη ελαφρότητα», ο απονευρωμένος βίος και εν τέλει η γιγάντωση των ψευδαισθήσεων σε όλα τα επίπεδα. Όποιος έχει παραστεί έστω και μία φορά σε φεστιβάλ της ΕΔΟΝ σίγουρα θα έχει διαπιστώσει αυτήν την ακατανίκητη δηθενιά. Εδώ έχουμε να κάνουμε με το μαγάρισμα κάθε ουσιαστικού βιώματος που μπορεί να καθορίσει τον ατομικό και συλλογικό χαρακτήρα των ανθρώπων. Δηλαδή, τον έρωτα, την απώλεια, την επανάσταση, τη μοναξιά, την ήττα κτλ.

Για παράδειγμα, ο έρωτας ως βίωμα και ως αξία μέσα από το σύγχρονο έντεχνο τραγούδι δεν είναι τίποτε πέραν από μια διαπροσωπική περιπετειούλα. Ενώ στα μεγάλα μας τραγούδια είναι τρόπος υπέρβασης σε κάθε μορφή χειραγώγησης, είναι λύτρωση από ένα σύνολο καταπιεστικών καταστάσεων και ουσιαστικά δυνάμει αφετηρία για απαλλαγή από αυτές τις καταστάσεις. Η «Φραγκοσυριανή» και η «Αρχόντισσα» είναι αεράκι λυτρωτικό στην πυρά της μεσοπολεμικής και κατοχικής καθημερινότητας, ο «Μεγάλος Ερωτικός» είναι το πιο εκκωφαντικό κάλεσμα αντίστασης στην αποχαύνωση και το κιτσαριό της Χούντας, το «Κυρ διευθυντά των δίσκων» και «Το πολλαπλό σου είδωλο» είναι το πρόσωπο της διαχρονικής καψούρας-καημού απέναντι στο υπό διαμόρφωση εφήμερο και εύκαιρο μεταπολιτευτικό όραμα, ενώ ο «Αύγουστος» είναι έκρηξη ποιητικότητας και ειλικρίνειας στην καρδιά της πασοκικής κυνικότητας και ψευδαίσθησης. Το «Πόσο σε θέλωωωω» ή το «Κλαίω κι οδηγώ στην Αττική οδό και κάτω απ’ τη ζακέτα φοράω νυχτικό» δεν είναι τίποτα.

Η γενική αίσθηση που αφήνει η σύγχρονη έντεχνη σκηνή είναι ότι δεν παράγει τραγούδια ακριβώς, αλλά υποκατάστατα τραγουδιών, με δεδομένο τον κοινωνικό ρόλο που επιτελούν και με δεδομένη επίσης την ευκολία με την οποίαν παράγονται. «Τις αξίες της ζωής τις τρυγάς από τις ακρώρειες της αβύσσου. Με τον έσχατο κίνδυνο. Μόνο άνθρωποι που κινδύνεψαν, μόνο πολιτισμοί που κινδύνεψαν έδωσαν αξίες στον κόσμο». Η διαφορά, λοιπόν, των τραγουδιών από τα σαχλοτράγουδα κάθε είδους είναι ότι τα πρώτα είναι βγαλμένα απ’ τη φωτιά της συντριβής, είναι τρύγος απ’ τις ακρώρειες της αβύσσου, όπως λέει και ο Μαλεβίτσης, ενώ τα δεύτερα είναι δήλωση παρακμής, όπως τις δηλώσεις του Χρήστου Θηβαίου.

Χρίστος Πέτρου
Σαν απόκληρος

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Ένωσις

 

thivaios4

Προηγούμενο άρθροΗ ανάπτυξη έρχεται!
Επόμενο άρθροΓια γρόσια και φλουριά